νήκτουρος

νήκτουρος
ο
ζωολ. γένος ουροδελών αμφιβίων τής οικογένειας necturidae, σαλαμάνδρα που ζει σε λίμνες, ποταμούς και βάλτους τής ανατολικής Βόρειας Αμερικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. necturus < nect- (< νηκτός < νήχω «κολυμπώ») + -urus (< ουρά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απολίθωμα — Οι ζωικοί ή φυτικοί οργανισμοί ή μέρη τους που έζησαν στο παρελθόν, περικλείστηκαν μέσα σε ιζηματογενείς αποθέσεις του φλοιού της Γης και διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα. Η επιστήμη που μελετά τα α. λέγεται παλαιοντολογία. Η διατήρησή τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”