- νήκτουρος
- οζωολ. γένος ουροδελών αμφιβίων τής οικογένειας necturidae, σαλαμάνδρα που ζει σε λίμνες, ποταμούς και βάλτους τής ανατολικής Βόρειας Αμερικής.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. necturus < nect- (< νηκτός < νήχω «κολυμπώ») + -urus (< ουρά)].
Dictionary of Greek. 2013.